ἀντιρρητικά

ἀντιρρητικά
ἀντιρρητικός
controversial
neut nom/voc/acc pl
ἀντιρρητικά̱ , ἀντιρρητικός
controversial
fem nom/voc/acc dual
ἀντιρρητικά̱ , ἀντιρρητικός
controversial
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κεραμεύς — Επώνυμο δύο λογίων της τουρκοκρατίας. 1. Δανιήλ (18ος αι.). Μοναχός και Διδάσκαλος του Γένους στην Πάτμο. Σπούδασε αρχικά στην Πατμιάδα Ακαδημία, όπου αργότερα δίδαξε, και στη συνέχεια στην Πατμιακή Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Βαλεντίνος — I (Valentinus, 2ος αι. μ.Χ.). Γνωστικός από την Αίγυπτο. Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και κατόπιν, περίπου το 140 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Τις θεωρίες του γνωρίζουμε από κάποια αποσπάσματα που παραθέτει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, καθώς επίσης από… …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος ο Βαρδάνης — (13ος αι.). Μητροπολίτης Κερκύρας (1228 36). Φίλος του Μιχαήλ και του Ιωάννη Ακομινάτου, πέτυχε την αναγνώριση των προνομίων της μητρόπολής του με χρυσόβουλο από τον δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρο Αγγελώνυμο Κομνηνό. Υπήρξε λόγιος και συγγραφέας… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης ο Δαμασκηνός — (Δαμασκός, περ. 675 – Ιεροσόλυμα, περ. 750). Θεολόγος, υμνογράφος και διδάσκαλος της Εκκλησίας. Καταγόταν από οικογένεια γνωστή με το όνομα Μανσούρ και ο πατέρας του ήταν λογοθέτης στην αυλή του χαλίφη Αμπτ ελ Mαλέκ. Στην αρχή ακολούθησε και ο… …   Dictionary of Greek

  • Κορέσιος ή Κορέσης — Επώνυμο οικογένειας γιατρών και λογίων του 16ου και του 17ου αι., από τη Χίο. 1. Γεώργιος (17ος αι.). Ιατροφιλόσοφος και θεολόγος. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στην Πάντοβα της Ιταλίας και δίδαξε την ελληνική γλώσσα στην Πίζα (1609 15). Εκεί… …   Dictionary of Greek

  • Μανουήλ Κορίνθιος — (15ος 16ος αι.). Λόγιος, αξιωματούχος του Οικουμενικού πατριαρχείου και συγγραφέας. Καταγόταν από την Πελοπόννησο. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1482 ως λογοθέτης του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Λίγο αργότερα προβιβάστηκε στο αξίωμα του… …   Dictionary of Greek

  • Πηγάς, Μελέτιος — (Χάνδακας, Κρήτη 1549 – Αλεξάνδρεια 1601). Πατριάρχης Αλεξανδρείας κι ένας από τους πιο αξιόλογους ιεράρχες και λόγιους των χρόνων της τουρκοκρατίας. Μαθητής του Μελέτιου Βλαστού στην Κρήτη, συμπλήρωσε αργότερα τις σπουδές του στην Πάντοβα της… …   Dictionary of Greek

  • Χρυσοβέργης — Επώνυμο 2 λογίων. 1. Νικηφόρος. Βυζαντινός λόγιος, ο οποίος ήκμασε στην Κωνσταντινούπολη το δεύτερο μισό του 12ου αι. Σχετικά με τη ζωή του είναι λίγα γνωστά. Ήταν ίσως αυλικός και αργότερα χειροτονήθηκε μητροπολίτης Σάρδεων. Άλλωστε, με αυτό τον …   Dictionary of Greek

  • ВСЕЛЕНСКИЙ VII СОБОР — (II Никейский).Источники Акты (протоколы деяний) VII Собора сохранились со всеми приложениями в греч. оригинале. Старейшей рукописью греч. актов является Vatic. gr. 836 (XIII в.); рукописи XV XVI вв.: Vind. hist. gr. 29, Vatic. gr. 834, Vatic. gr …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”